Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερπαθώς — Μ επίρρ. βλ. υπερπαθής … Dictionary of Greek
υπερπαθής — ές, ΜΑ πάρα πολύ λυπημένος. επίρρ... ὑπερπαθῶς Μ με υπερπαθή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + παθής (< πάθος), πρβλ. περι παθής] … Dictionary of Greek